ομοδίαιτος

ομοδίαιτος
-η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους
νεοελλ.
αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά
αρχ.
φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβρο-δίαιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμοδίαιτος — living masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτω — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδίαιτον — ὁμοδίαιτος living masc/fem acc sg ὁμοδίαιτος living neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτοις — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτου — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτους — ὁμοδίαιτος living masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτων — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτῳ — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδίαιτοι — ὁμοδίαιτος living masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • купножитель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὁμοδίαιτος) сожитель. Неплoдствовати мя… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”