- ομοδίαιτος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλουςνεοελλ.αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλουςμσν.-αρχ.(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικάαρχ.φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβρο-δίαιτος].
Dictionary of Greek. 2013.